κατάπεσε

κατάπεσε
καταπίπτω
fall
aor imperat act 2nd sg
καταπίπτω
fall
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταπέφτω — κατέπεσα και κατάπεσα, καταπεσμένος 1. πέφτω καταγής, καταγκρεμίζομαι: Κατέπεσε από το δεύτερο όροφο και τραυματίστηκε. 2. ελαττώνομαι, παρακμάζω: Κατάπεσε ο άνεμος. 3. εξαντλούμαι, χάνω τις δυνάμεις μου: Κατάπεσε πολύ ο γέρος τον τελευταίο καιρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάπεσ' — κατάπεσο , καταφίημι let slip down aor imperat mid 2nd sg κατάπεσο , καταφίημι let slip down aor ind mid 2nd sg (epic ionic) κατάπεσε , καταπίπτω fall aor imperat act 2nd sg κατάπεσε , καταπίπτω fall aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… …   Dictionary of Greek

  • ακατάπτωτος — η, ο αυτός που δεν κατάπεσε ή δεν κινδυνεύει να καταπέσει: Το φρόνημά τους έμενε πάντα ακατάπτωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”